Μολυβδάς: «Στο Κατάρ αναγνωρίζεται η δουλειά των Ελλήνων»
Για τις εμπειρίες του από την δουλειά του στο εξωτερικό, μίλησε στο ΕΟΚ WEB Radio ο Θανάσης Μολυβδάς.
Αναλυτικά ο Έλληνας προπονητής μίλησε:
Για το πώς βρέθηκε στο Κατάρ: «Με τον κόουτς Κουφό συνεργάστηκα για ένα μικρό χρονικό διάστημα στον Ηρακλή. Εκτός γηπέδου είχε τύχει να βρεθούμε 1-2 φορές στην Αθήνα σε κάποιες κοινές παρέες. Το καλοκαίρι, όταν τού ήρθε η πρόταση, με πήρε τηλέφωνο για να πάμε παρέα στην ομάδα. Όταν ο κόουτς είχε ξαναδουλέψει στο Κατάρ με τον Θανάση Γιαπλέ, είχαν δουλέψει και πάλι στη Αλ-Ραγιάν και ήταν μια πορεία πολύ επιτυχημένη. Από τότε που έφυγε ο κόουτς η ομάδα δεν έκανε τίποτα και τα τελευταία 2-3 χρόνια ήταν τελευταία στη βαθμολογία. Φέτος το καλοκαίρι ανέλαβε σαν GM ο Γιασίν Μούσα, ένας θρύλος για το ασιατικό μπάσκετ. Ο Γιασίν είχε παίξει με τον κόουτς και αποσύρθηκε όταν έφυγε και τώρα που ανέλαβε εδώ επικοινώνησε με τον κόουτς Κουφό, του πρότεινε να επιστρέψει και ο κόουτς ύστερα επικοινώνησε μαζί μου για να τον συνοδεύσω σ’ αυτήν την προσπάθεια».
Για τους λόγους που αποδέχτηκε την πρόταση: «Σίγουρα το πιο ενδιαφέρον κομμάτι ήταν το ότι θ’ αναλαμβάναμε με τον κόουτς Κουφό μια ομάδα η οποία τα τελευταία χρόνια ήταν σχεδόν παρατημένη με στόχο να την επαναφέρουμε σιγά σιγά στην κατάσταση που βρισκόταν τα προηγούμενα χρόνια. Είναι μια διαδικασία που έχει από μόνη της ένα ενδιαφέρον και, αν βάλεις σε συνάρτηση ότι το επίπεδο δεν είναι το καλύτερο δυνατό, είναι αρκετά καλό κίνητρο το να το ανεβάσεις».
Για το λόγο που βρίσκονται αρκετοί Έλληνες προπονητές στη Ντόχα: «Η κάθοδος των Ελλήνων στην Ντόχα μπασκετικά είχε ξεκινήσει την περίοδο που κατέβηκε ο κόουτς Κουφός, έχει δηλαδή περίπου στα 8-9 χρόνια. Από τότε και μετά υπάρχει σταθερά ένας αριθμός προπονητών εδώ, ο οποίος ανάλογα με τις περιστάσεις αυξάνεται ή μειώνεται. Νομίζω πως το γεγονός ότι όταν υπάρχει Έλληνας προπονητής και φυσικά υπομονή σε μια ομάδα εδώ η ομάδα αυτή έχει επιτυχίες, βοηθάει σε πολύ μεγάλο βαθμό στο να εμπιστεύονται τους Έλληνες προπονητές όταν θέλουν να «χτίσουν» κάτι πάνω τους. Ότι όλο αυτό συντελεί σε μεγάλο βαθμό στο ότι υπάρχει αυξημένος αριθμός Ελλήνων προπονητών. Νομίζω ότι αναγνωρίζεται η δουλειά που γίνεται στις ομάδες και σε μια περιοχή που δε σφύζει από ταλέντο, γιατί, κακά τα ψέματα, το ποδόσφαιρο εδώ είναι πολύ μεγάλο πάθος για τους ντόπιους και τα περισσότερα παιδιά πάνε εκεί».
Για τα πράγματα που του έχουν κάνει εντύπωση απ’ την καθημερινότητα: «Το πιο απλό είναι ότι εδώ το σαββατοκύριακό τους είναι Παρασκευή και Σάββατο, όπου εμάς τους μπασκετικούς δε μάς επηρεάζει και πάρα πολύ, γιατί τις περισσότερες φορές είμαστε 7 φορές στο γήπεδο. Η Παρασκευή είναι σαν Κυριακή, είναι η μέρα που πηγαίνουν στη εκκλησία, που είναι με τις οικογένειές τους και δε δουλεύουν, ενώ το Σάββατο δεν κάνουν τίποτα μέχρι το απόγευμα, ξεκινούν να δουλεύουν από Σάββατο απόγευμα. Αυτό που σίγουρα δεν έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε στην Ελλάδα είναι οι άνθρωποι που ασχολούνται με την καθαριότητα και το πόσο καθαρή είναι αυτή η πόλη, το τι προσωπικό υπάρχει εδώ σαν κρατικοί υπάλληλοι οι οποίοι ασχολούνται με την καθαριότητα».
Για το πέρασμά του απ’ τη Λιθουανία: «Στη Ζάλγκιρις είχα βρεθεί με τον κόουτς Ζούρο, ο οποίος είναι ο άνθρωπος στον οποίο χρωστάω μπασκετική ευγνωμοσύνη, αφού είναι ο “δάσκαλός” μου στο επαγγελματικό μπάσκετ, όπως και στον κόουτς Ροδόπουλο που είναι ο μπασκετικός μου “δάσκαλος”. Η εμπειρία μου στη Ζάλγκιρις και το υψηλότερο επίπεδο στο ευρωπαϊκό μπάσκετ ήταν σίγουρα ένα πάρα πολύ μεγάλο “σχολείο” για ‘μένα, τόσο για το επίπεδο των παικτών και της μπασκετικής ευφυΐας αυτών, όσο και της οργάνωσης και του τρόπου λειτουργείας της ομάδας. Σίγουρα ήταν ένα πάρα πολύ μεγάλο “σχολείο” για ‘μένα».
Για το πέρασμά του απ’ τον Λίβανο: «Ήταν διαφορετική κατάσταση, διότι εκεί βρέθηκα να συνεργαστώ μ’ ένα ντόπιο προπονητή. Είχα την τύχη να βρεθώ σε μια ομάδα που είναι επίσης θρύλος στο πρωτάθλημα του Λιβάνου. Είχα την τύχη να συνεργαστώ με αρκετά υψηλού επιπέδου παίκτες και Λιβανέζους και Αμερικάνους και να ζήσω σε πρώτη επαφή την εμπειρία και τον τρόπο ζωής των Αράβων, όπου με βοήθησε σ’ ένα βαθμό στην προσαρμογή μου εδώ στο Κατάρ».