Μπιτζάνης: «Στο Κατάρ πέρασα τρία απ’ τα ωραιότερα χρόνια της ζωής μου»
Για τις εμπειρίες του από την θητεία του στο εξωτερικό, μίλησε στο EOK WEB Radio ο Γιώργος Μπιτζάνης.
Αναλυτικά ο Έλληνας προπονητής μίλησε:
Ο κόουτς Γιώργος Μπιτζάνης έκανε τη δική του παρέμβαση στην εκπομπή «Μπασκετικοί μετανάστες» του EOK WebRadio με τον Γιάννη Σταυρουλάκη και μετέφερε τις εμπειρίες του απ’ την Ουκρανία, το Κατάρ και τη Σλοβακία. Μεταξύ άλλων, είπε:
Για το πώς βρέθηκε στην Ουκρανία και τη Ντνίπρο-Άζοτ (2012-13): «Εγώ ήμουν το Σεπτέμβριο στο Ηράκλειο και κάποια στιγμή χτυπάει το τηλέφωνο ο φίλος Γιώργος Κετσελίδης και μου λέει ότι υπάρχει μια δουλειά στο εξωτερικό, στην Ουκρανία. Υπάρχει ο κόουτς Βασίλης Φραγκιάς ο οποίος ψάχνει ένας assistant και λέω “ευχαρίστως να μιλήσουμε”. Μετά από λίγη ώρα μιλάμε μέσω Skype και μου λέει ότι χρειάζεται έναν άνθρωπο να πετάξει… χθες. Ήταν Τετάρτη και Παρασκευή έπρεπε η ομάδα από την Ουκρανία να πάει στην Ιταλία, στη Σαρδηνία για ένα διεθνές τουρνουά. Δεν το πολυσκέφτηκα, είπα αμέσως το “ναι”. Ήμουν τυχερός, διότι μου είχε πει ο Βασίλης ότι είχε ψάξει 2-3 ονόματα πρώτα, αλλά το 2012 δεν ήταν εύκολο να φύγει κάποιος από Ελλάδα και να πάει στο εξωτερικό. Ήταν ένα πρωτάθλημα το οποίο είναι άγνωστο για τους Έλληνες. Πήρα την απόφαση λοιπόν, “πέταξα” και πήγα κατευθείαν στο γήπεδο».
Για την κατάσταση εκεί: «Καταρχάς, η πόλη είχε 30 χιλιάδες κατοίκους, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων. Το πρωτάθλημα της Ουκρανίας απαρτιζόταν κυρίως από πάρα πολύ καλούς ξένους. Υπήρχαν πάρα πολλά χρήματα τότε. Το 2012 κάναμε μεταγραφές που έπαιζαν την προηγούμενη χρονιά στον Άρη. Ένα μπάτζετ μιας μικρομεσαίας ομάδας όπως ήμασταν εμείς ξεπερνούσανε τα 700-800 χιλιάρικα. Υπήρχε ένα πάρα πολύ καλό επίπεδο Αμερικάνων. Η λίγκα απαρτιζόταν από προπονητές Βαλτικούς, υπήρχε ένας Ισπανός και εμείς. Ήμασταν… σαν τη μύγα μέσα στο γάλα».
Για το πρωτάθλημα: «Ήταν ένα πρωτάθλημα τεσσάρων γύρων ας πούμε. Ήταν 10 ομάδες, όπου έπαιζες τέσσερις γύρους, δηλαδή 36 παιχνίδια. Ήταν όλα αρκετά οργανωμένα και πολύ καλά λεφτά και για τους Αμερικανούς και για τους ντόπιους, αλλά και για εμάς του ξένους».
Για τη σχέση του με τον κόουτς Φραγκιά: «Ήταν πολύ ωραία η συνεργασία. Δεν γνωριζόμασταν τότε, το κομμάτι ήταν καθαρά επαγγελματικό. Όταν περνάς χρόνο μαζί με έναν άνθρωπο, από ‘κει και πέρα “δένεσαι” και φιλικά και περνάς αρκετές ώρες εκτός γηπέδου. Έχουμε φτάσει σε ένα επίπεδο να είμαστε κατά κάποιον τρόπο φίλοι, μπορώ να πω και οικογένεια».
Για την ιδιοσυγκρασία με τους Ουκρανούς: «Δεν ταίριαξε, γιατί αυτοί είναι “κρύοι”, όπως είναι και το περιβάλλον. Τελείως διαφορετική κατάσταση».
Για τις ιστορίες που ξεχωρίζει απ’ την Ουκρανία: «Μια μέρα έπρεπε να ταξιδέψουμε για ένα διήμερο να παίξουμε δύο σερί παιχνίδια. Φύγαμε απ’ την ανατολική Ουκρανία, να πάμε στα σύνορα με Πολωνία, ταξιδεύαμε με τρένο γύρω στις 13-14 ώρες. Ο κόουτς κάπνιζε και απαγορευόταν το κάπνισμα κι έτσι πηγαίναμε στην ένωση των δύο βαγονιών για να μπορέσει να καπνίσει. Επίσης, κάποια στιγμή είμαι με τον μεταφραστή τον Ουκρανό, που τον έλεγαν Ντίμα, όπου πήγαμε στην τουαλέτα να πλύνουμε τα χέρια μας και δε μπορούσα να βρω από πού ανοίγει η βρύση. Μου έδειξε ο Ντίμα πώς ανοίγει και του λέω “Να φέρουμε τον κόουτς εδώ, θα τραβάω εγώ βίντεο και θα δούμε αν μπορεί να βρει πώς ανοίγει”. Τον φέραμε και προσπαθούσε ο κόουτς να βρει από πού άνοιγε η βρύση, πάλευε και τελικά του έδειξε ο Ουκρανός. Το πρωί της επόμενης ημέρας ήθελα να πάω στην τουαλέτα. Πάω να μπω μέσα, αλλά ήταν κλειδωμένα. Πήγα και στις υπόλοιπες τουαλέτες, όλες κλειδωμένες. Έτσι, μου είπε ο Ζίμερμαν, ένας Αμερικάνος που είχαμε και ήταν 5 χρόνια στην Ουκρανία ότι δε μπορώ να πάω τουαλέτα εκείνη τη στιγμή. Τον ρώτησα γιατί και μου λέει “Μία ώρα πριν φτάσεις στον σταθμό και μία ώρα μετά οι τουαλέτες κλειδώνουν γιατί φοβούνται μη μπει κανείς μέσα που δεν έχει πληρώσει εισιτήριο”. Σε κάποια ξενοδοχεία που μέναμε δεν υπήρχαν ποτήρια ή μαχαιροπίρουνα. Είχαμε ζητήσει ένα ποτήρι και μας είπαν ότι πρέπει να το πληρώσουμε. Αυτό γίνεται γιατί φοβούνται μην τα κλέψουν».
Για τον… περίεργο λόγο που απολύθηκαν απ’ την Ουκρανία: «Ταξιδέψαμε στο Κίεβο να παίξουμε δύο παιχνίδια, ένα με τη BC Kiev και μετά με τη Μπουντιβέλνικ. Χάσαμε απ’ την Κίεβ και την επόμενη μέρα παίξαμε με τη Μπουντιβέλνικ, όπου κάναμε το “διπλό” και ήταν η μεγαλύτερη νίκη στην ιστορία της ομάδας. Ήταν όλοι ενθουσιασμένοι. Πήραμε το ίδιο βράδυ το τρένο να γυρίσουμε πίσω στην πόλη και όταν φτάσαμε ήταν όλοι οι φίλαθλοι έξω, μας υποδέχτηκαν, πανηγύριζαν. Την επόμενη μέρα έχουμε προπόνηση, στην οποία έρχεται ο μάνατζερ και λέει στον κόουτς ότι τον θέλει ο πρόεδρος. Σκεφτήκαμε εμείς ότι θα θέλει να μας δώσει κάνα μπόνους και μου είπε να ξεκινήσω την προπόνηση και θα έρθει. Μετά από περίπου μισή ώρα έρχεται και μου λέει ότι μας έδιωξαν. Η δικαιολογία ήταν ότι η Ντνίπρο-Άζοτ ήταν η θυγατρική της Μπουντιβέλνικ. Υπήρχε ένας Λιθουανός μάνατζερ-διευθυντής της Μπουντιβέλνικ που ήλεγχε τη Ντνίπρο-Άζοτ και το γεγονός ότι εμείς μπορέσαμε και κερδίσαμε την ομάδα αυτήν δεν τους άρεσε. Εμείς γνωρίζαμε και απ’ τον δικό μας μάνατζερ ότι υπήρχε αυτή η κατάσταση, αλλά δε φανταζόμασταν ποτέ ότι μπορεί να γίνει ένα τέτοιο σκηνικό».
Για το πώς βρέθηκε στην Εθνική Κατάρ (2014-17): «Ήταν Απρίλιος του 2014 όπου ο κόουτς δέχθηκε μια κρούση απ’ την Ομοσπονδία να πάει να δουλέψει εκεί. Εγώ τότε δούλευα στην ΑΕΝΚ, στην πρώτη της χρονιά στην Α1. Ο κόουτς δέχθηκε την πρόταση, πήγε εκεί με ένα συμβόλαιο 4 μηνών αρχικά. Εγώ πήγα εκεί τον Ιούνιο, μόλις τελείωσα τις υποχρεώσεις μου με την Κηφισιά. Είχαμε δύο διοργανώσεις τότε, το παν-αραβικό που ήταν πολύ σημαντικό για τους καταριανούς να το πάρουν και ύστερα τα Asia Games. Περίμεναν, έτσι, οι καταριανοί να δουν αν μπορούμε να φέρουμε κάποιο καλό αποτέλεσμα ώστε μετά να συζητήσουν για ανανέωση ή μη. Τα λεφτά ήταν πάρα πολύ καλά».
Για την πορεία τους στις δύο διοργανώσεις: «Το μπάσκετ ήταν αρκετά πίσω σε σχέση με εμάς. Υπήρχε μια Εθνική που είχε κάνει κάποιές επιτυχίες παλιά, αλλά όλα τα παιδιά ήταν άνω των 30 ετών, με καλά βιογραφικά στην όλη περιοχή. Εμείς έπρεπε να μπορέσουμε να συγκεράσουμε όλες αυτές τις δυσκολίες και τους παίκτες, να πάμε σε κάποια άγνωστα πρωταθλήματα, με άγνωστες ομάδες και να κάνουμε κάτι καλό. Για καλή μας τύχη καταφέραμε να βγούμε 1οι και αήττητοι στο παν-αραβικό πρωτάθλημα και μετά στα Asian Games περάσαμε στα προημιτελικά, όπου αποκλειστήκαμε απ’ το Καζακστάν και τερματίσαμε 5οι, μια εξίσου καλή επιτυχία. Αμέσως μετά γυρίζοντας μάς έκαναν πρόταση για συμβόλαια αορίστου χρόνου, που σήμαινε ότι θα ήμασταν στη χώρα 12 μήνες τον χρόνο, θα είχαμε ένα μήνα άδεια, αλλά θα πληρωνόμασταν κανονικά 12 μήνες. Σε ήθελαν παρών εκεί 12 μήνες και σε πλήρωναν κανονικά, συν όλες τις παροχές που σου προσέφεραν».
Για την ιστορία που ξεχωρίζει απ’ το Κατάρ: «Ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας, ένας απ’ τους σεΐχηδες του Κατάρ, ξάδερφος της όλης οικογενείας του Εμίρη, μας είχε καλέσει στο “εξοχικό” του, στη μέση της ερήμου. Θεωρήθηκε μεγάλη τιμή για εμάς να καλέσει κάποιος σεΐχης αλλόθρησκους στο εξοχικό του. Εμείς ετοιμαστήκαμε, βάλαμε τα κουστούμια μας, τις γραβάτες μας, πήγαμε με πολύ επίσημη ενδυμασία εκεί γιατί δεν ξέραμε τι θα συναντήσουμε. Έχουμε βάλει το GPS, πηγαίνουμε στην έρημο και κάποια στιγμή σταματάει να λειτουργεί το GPS. Περνούσαν κάποια τζιπ εκεί, τα ακολουθήσαμε και φτάσαμε εκεί. Εμείς περιμέναμε να βρούμε κάνα παλάτι μεγάλο και τα λοιπά, αλλά δεν ήταν έτσι τελικά. Είχαν στήσει δύο τέντες πλαστικές, στο κέντρο είχαν βάλει μια ψησταριά με μπλοκ, χαλιά κάτω. Φτάνουμε εκεί και βλέπουμε μια κατάσταση να είναι χαλαροί στο πάτωμα και να έτρωγαν γονυπετής, με τα χέρια κι εμάς μας είχαν στρώσει εμάς σε ένα τραπέζι με μαχαιροπίρουνα να φάμε κανονικά για να μη νιώθουμε άσχημα. Γενικά στο Κατάρ μάς σεβάστηκαν πάρα πολύ γιατί σεβαστήκαμε την κουλτούρα τους. Ήταν πραγματικά μια εξαιρετική εμπειρία, είχα φέρει και την οικογένειά μου εκεί. Ήταν τρία απ’ τα ωραιότερα χρόνια της ζωής μου».
Για το πώς βρέθηκε στη Σλοβακία και τη Σπίσκα Νόβα Βες (2019-20): «Η μπασκετική Σλοβακία προέκυψε τελείως τυχαία. Είχα τελειώσει την χρονιά στην Κύπρο με την ΕΘΑ Έγκωμης και κάποιος ατζέντης μου πρότεινε αυτήν τη δουλειά. Ήταν μια ομάδα που βρισκόταν σε δεινή κατάσταση, είχε τερματίσει τελευταία, δεν είχε κάνει εκτός έδρας νίκη όλη τη σεζόν. Ήθελαν προπονητή με εμπειρία γιατί ήθελαν να κάνουν μια επανεκκίνηση. Ταξίδεψα πρώτα απ’ όλα για να δω πώς ήταν η κατάσταση. Ήταν μια πολύ μικρή πόλη προς τα ανατολικά της Σλοβακίας, με ένα μικρό γήπεδο, αλλά με ένθερμους φιλάθλους. Όλοι με προσέγγισαν με πολλή προσοχή. Έψαχναν κάποιον να τους “αναγεννήσει” και δέχθηκα τη δουλειά. Ήταν η πρώτη φορά που κάποιος Έλληνας μπαίνει στη σλοβάκικη λίγκα».
Για τις εντυπώσεις του: «Ήταν δύσκολη εμπειρία, πιο δύσκολες οι συνθήκες απ’ την Ουκρανία. Όσον αφορά τη λίγκα τους, ταξίδευες αυθημερόν, υπήρχαν ταξίδια που τα έκανες με mini bus, που διαρκούσαν 6-7 ώρες δρόμο. Ταξιδεύεις, φτάνεις 2 ώρες πριν στο γήπεδο, πίνεις έναν καφέ, παίζεις και μετά κατευθείαν γυρνάς. Στη λίγκα αυτή κάναμε πρώτη φορά “διπλό” εκτός έδρας, όπου δεν ξέρω πώς έγινε αυτό. Κερδίσαμε μια ομάδα με πολύ μεγαλύτερο μπάτζετ από εμάς, τη Πριέβιντζα, ήταν όλοι ευχαριστημένοι, ήπιαμε στα αποδυτήρια ένα παραδοσιακό ποτό της περιοχής, σαν βότκα. Ήταν τέτοιου είδους κατάσταση. Η ομάδα εκείνη τη χρονιά μπόρεσε να φτάσει μέχρι τα ημιτελικά του Κυπέλλου Σλοβακίας, αποκλειστήκαμε εκεί απ’ τη Λέβιτσε. Μπήκαμε για πρώτη φορά στα play-offs, όπου και αποκλειστήκαμε απ’ την Ίντερ Μπρατισλάβας. Ήταν δύσκολη κατάσταση. Ήταν και πιο δύσκολη χώρα μπασκετικά απ’ την Ουκρανία, με χαμηλότερα μπάτζετ».
Για τις συνθήκες ζωής στη Σλοβακία: «Δεν ήταν τόσο ευχάριστη εμπειρία, γιατί ήταν δύσκολες οι συνθήκες ζωής εκεί. Ήταν μια μικρή πόλη, απομονωμένη, πολύ χιόνι, πολύ κρύο. Δε σου έδιναν αμάξι να μπορέσεις να κινηθείς, γιατί ήταν όλα walking distance στην πόλη. Ήταν μια περίεργη κατάσταση γενικώς. Οι άνθρωποι ήταν πολύ φιλότιμοι και φιλόξενοι, απλά η ιδιοσυγκρασία η δική μας με τη δική τους είναι η μέρα με τη νύχτα. Έχουν μείνει στα κατάλοιπα της Τσεχοσλοβακίας. Οι άνθρωποι, ωστόσο, μου φέρθηκαν άψογα και νομίζω πως αναγνώρισαν την προσπάθεια που έγινε».