Skip to main content

Λινάρδος για το 1987: «Μετά την πρώτη ήττα από την Σ. Ένωση, δώσαμε όρκο ότι δεν θα χάσουμε πάλι από αυτούς»

Με αφορμή την «χρυσή» επέτειο της κατάκτησης του Eurobasket 1987, ο Νίκος Λινάρδος, μέλος της πρωταθλήτριας Ευρώπης Ελλάδας, θυμήθηκε τον.. πανζουρλισμό που επικρατούσε εκείνο τον Ιούνιο, ενώ μοιράστηκε στον «αέρα» του EOK WEB Radio, μερικές ιστορίες.

Για τη επιτυχία στο Ευρωμπάσκετ 1987: «Πέρασαν 37 χρόνια, αλλά ποτέ δεν ξεχνιούνται και είναι σαν να ήταν εχθές, σαν σήμερα, σαν να είναι πάντα η ίδια στιγμή που ζήσαμε όλα αυτά.  Είναι ανεξίτηλα γραμμένα στο μυαλό μας. Νομίζω ότι η 14η Ιουνίου είναι χαραγμένη σε πάρα πολύ κόσμο, γιατί ήταν η απαρχή των μεγάλων επιτυχιών του ελληνικού μπάσκετ και κάναμε και τα άλλα αθλήματα να πιστέψουν τις δυνατότητες των Ελλήνων».

Για το τραγούδι «Final Countdown»: «Είναι συνδεδεμένο με τη Εθνική. Ήταν μια έμπνευση του Νίκου Σισμανίδη, ο οποίος είχε διαλέξει τραγούδια για να μας δίνει περισσότερη διάθεση και μεγαλύτερη όρεξη και πάθος στο ξεκίνημα του ζεστάματος. Σίγουρα μας φέρνει στη μνήμη αμέσως τη μεγάλη στιγμή του Ευρωμπάσκετ του 1987. Ήταν τραγούδι του ζεστάματος, όπως και το “Eye of the tiger”. Ήταν 5-6 τραγούδια που τα είχε επιλέξει και τα οποία έγιναν viral. Τα δύο αγαπημένα τραγούδια της ομάδας του 1987 ήταν το “Final Countdown” και το “ Eye of the tiger”».

Για το πώς πέρασαν την ημέρα του τελικού: «Ήταν ένα πρωινό όπως όλα τα άλλα πριν από τα ματς. Πολύς κόσμος γύρω απ’ το ξενοδοχείο προσπαθούσε να ζητήσει βρει ένα “μαγικό χαρτάκι”. Ο αείμνηστος Κώστας Πολίτης προσπαθούσε να μας κρατάει ήρεμους, μακριά απ’ τα φώτα της δημοσιότητας. Τα παιδιά με τις καθημερινές τους συνήθειες, ο Γκάλης να παίζει τάβλι, ο Γιαννάκης να μιλάει με τα υπόλοιπα παιδιά, να συγκεντρωνόμαστε, να πάμε να φάμε ένα παγωτό στα όρθια στο μοναδικό μαγαζί που υπήρχε τότε στο σημείο αυτό. Ήταν οι λεγόμενες συνήθειες. Την ημέρα του τελικού είχαμε λιγότερο άγχος απ’ ό,τι στα άλλα παιχνίδια, γιατί ξέραμε ότι η επιτυχία ήταν δεδομένη με την πρόκρισή μας στον τελικό. Ήταν ένα ματς χωρίς άγχος. Με την ώθηση του κόσμου και γενικά την παρουσία τόσων πολλών φιλάθλων, ήμασταν σίγουροι ότι θα κερδίσουμε, γιατί θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά τον Γκάλη και τον Γιαννάκη να δακρύζουν μετά τον πρώτο αγώνα με τη Σοβιετική Ένωση στην πρώτη φάση. Ήταν ένα ματς που το χάσαμε από διαιτητικά λάθη και είχαμε δώσει όρκο τιμής ότι αν ξανασυναντήσουμε τους σοβιετικούς δεν πρόκειται να χάσουμε».

Για τον στόχο που έθεσαν μόλις ξεκίνησαν την προετοιμασία για το Ευρωμπάσκετ 1987: «Όταν συγκεντρωθήκαμε στον Άγιο Νικόλαο στη Νάουσα για να κάνουμε προετοιμασία, ο αρχηγός της ομάδας, ο Παναγιώτης Γιαννάκης, επειδή ήταν ο παλαιότερος στην ομάδα και είχε ζήσει και άλλες διοργανώσεις είχε πει “Απ’ τη στιγμή που παρουσιάζεται η ευκαιρία μέσα στη χώρα μας, πρέπει να οριοθετήσουμε τους στόχους”. Είπαμε όλοι τότε με ένα στόμα ότι θα ήταν πολύ μεγάλη επιτυχία να φτάσουμε στη 8αδα. Μετά την 8άδα χαριτολογώντας κάποιοι παίκτες είπαν “Αν μπορέσουμε να πάμε στην 6η θέση”. Κι εκείνη τη στιγμή ο “Δράκος” μάς επανάφερε σε τάξη, λέγοντας «Κάθε θέση θα την κοιτάξουμε στο τέλος και θα κάνουμε το ταμείο μας”. Εκείνη την εποχή ήταν ημι-επαγγελματισμός, ήταν πραγματικά μια παρέα, υπήρχε μια αγνότητα περισσότερο απ’ τη σημερινή εποχή. Οπότε βάζοντας σαν στόχο την 8άδα ξεκίνησε μια σκληρή προετοιμασία με την παρουσία 16 παικτών».

Για το αν ένιωθαν σαν… rock-stars όσον αφορά την αναγνωρισιμότητα: «Ήμασταν rock-stars στην αναγνωρισιμότητα, αλλά αυτό ήταν και λίγο κουραστικό. Θυμάμαι μια βδομάδα μετά το Ευρωμπάσκετ πήγαμε διακοπές Ρόδο και δε μπορούσαμε να σταθούμε να φάμε. Κάποια στιγμή μας πήγε ο δήμαρχος Ρόδου σε κάποια ταβερνάκια για να φάμε μακριά απ’ τον κόσμο. Ήταν πρωτόγνωρο, γιατί δεν είχαμε ζήσει τέτοιες στιγμές με τις ομάδες μας. Αυτή η επιτυχία δημιούργησε άλλες εντυπώσεις, άλλες εικόνες στο μυαλό μας, όπου βλέποντας τες αργότερα στη ζωή μας και κάνοντας διαφορετικά πράγματα, μας βοήθησαν. Αποκτήσαμε κάποια εφόδια, ισχυροποιήσαμε το “εγώ” μας, τη θέλησή μας σαν Έλληνες και αυτό το κληρονομήσαμε απ’ τη μεγάλη επιτυχία του 1987».

Για το αν είχε περισσότερο άγχος στις βολές του Καμπούρη ή του Ανδρίτσου: «Περισσότερο άγχος στις βολές του Ανδρίτσου, γιατί αν δεν ισοφάριζε μπορεί να είχαμε χάσει τον αγώνα. Στις βολές του Αργύρη, και με 101-101 παράταση θα πηγαίναμε, θα είχαμε άλλο ένα δικαίωμα στο όνειρο. Η δυσκολία ήταν ότι είχε αποβληθεί ο Φασούλας και ο Γιαννάκης με 5 φάουλ. Εγώ είχα μεγαλύτερο άγχος, γιατί με είχε σηκώσει ο Πολίτης και με ετοίμαζε να μπω στην παράταση. Σκεφτείτε να είχε βγει ο ψηλός και να έπαιζα εγώ να μπω να παίξω στην παράταση με 40 λεπτά στον πάγκο. Οι βολές του Λιβέρη, που είναι υποβαθμισμένες στη σημαντικότητά τους, ήταν οι πιο σημαντικές, γιατί μας έφεραν στην παράταση. Ο Αργύρης ήταν αυτό που μας έκανε όλους… μάγκες. Του λέγαμε για πλάκα “Αργυράκο, μας έκανε μάγκες, αλλά μέχρι να γίνεις εσύ μάγκας θυμήσου τι κάναμε για εσένα”».

Για το ότι δεν ήταν ένα «πυροτέχνημα» αυτή η επιτυχία: «Αυτό ήταν η απαρχή και είχε πολύ μεγάλη συνέχεια. Η εθνική ομάδα ενώνει όλους. Θέλω να πιστεύω και εύχομαι φέτος να καταφέρουμε να προκριθούμε στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Χαίρομαι που στην Εθνική είναι ένα παιδί απ’ την παραγωγική διαδικασία του ελληνικού μπάσκετ. Όλοι πρέπει να είμαστε δίπλα στην εθνική ομάδα. Όλοι είμαστε κοντά, γιατί η Εθνική δίνει αυτές τις χαρές και ενώνει όλους τους Έλληνες. Πιστεύω ότι ο Βασίλης Σπανούλης είναι ιδανικός να κατευθύνει τα παιδιά αυτά, γιατί ήταν με πολλούς συμπαίκτης. Είναι μια… δεύτερη εκδοχή του Παναγιώτη Γιαννάκη, γιατί ο Γιαννάκης ανέλαβε την ομάδα με πολλούς συμπαίκτες και την οδήγησε στις ψηλότερες θέσεις, αλλά είχε υπομονή και η Ομοσπονδία και ο κόουτς να γαλουχήσει κάποιους παίκτες. Πρέπει αν αφήσουμε ήσυχο τον Βασίλη, να “αγκαλιάσουμε” την προσπάθεια αυτή και πιστεύω ότι εύκολα ή δύσκολα θα καταφέρουμε φέτος να “γευτούμε” την πρόκριση στην Ολυμπιάδα».

Για την ιστορία που περνούσε το πούλμαν και έβγαινε κόσμος απ’ τα εστιατόρια και τους χαιρετούσε: «Το πούλμαν ήταν με τον ίδιο οδηγό που είναι και τώρα, τον Δημήτρη Καλτσή. Έκανε τη συγκεκριμένη διαδρομή και υπήρχαν κάποια εστιατόρια πολύ γνωστά για τα νότια προάστια. Επειδή ήξεραν το ωράριο των προπονήσεων, έβγαιναν οι μάγειρες και οι εστιάτορες και όλοι αυτοί που δούλευαν και χαιρετούσαν το πούλμαν. Όταν “άνοιξε η όρεξη” και κερδίζαμε τα ματς, αυξανόταν ο κόσμος. Μέχρι να φτάσουμε και στον τελικό, άρχισε και έβγαινε και κόσμος που δεν είχε σχέση με τα εστιατόρια. Ήταν μια ωραία εικόνα, η οποία δεν ξέρω αν έχει επαναληφθεί ποτέ. Όλη η Ελλάδα τότε ζούσε μια μεγάλη αγωνία να φτάσει ψηλά και να πάριε και μετάλλιο».

Για την ιστορία που πέρασαν με κόκκινο το φανάρι: «Μετά το ματς με την Ιταλία, επειδή ο Αργύρης είχε πολύ μεγάλο νούμερο παπουτσιού, ήθελε να πάει να πάρει ένα ζευγάρι από μια εταιρεία στην Καλλιθέα. Επειδή ήθελα να του κάνω παρέα, πήγαμε με το αυτοκίνητό μου. Στη διασταύρωση του Καλαμακίου, ήταν πάντα στημένοι αστυνομικοί. Εμείς περάσαμε με πορτοκαλί προς το κόκκινο και ξαφνικά μας κάνουν μπλόκο δεξιά. Βλέπουν τον Αργύρη απ’ τη μια μεριά και ο αρχηγός της αστυνομίας λέει “Αργύρη, εσύ είσαι;” και συνεχίζει ρωτώντας μας “περάσατε με κόκκινο;”. Είπαμε ότι περάσαμε με πορτοκαλί και μας είπαν “Έχετε χάρη που κερδίσατε χθες, γι’ αυτό σας αφήνουμε να περάσετε. Δώστε μας δύο αυτόγραφα και πηγαίντε στη δουλειά σας”».