Ολυμπιακός - Η καμπύλη απόδοσης δείχνει τον δρόμο
Με ένα ξεχωριστό άρθρο στο Superbasket.gr ο "Manolo" αναγάγει την πορεία των ερυθρόλευκων στο μοντέλο Tuckman και οδηγείται σε χρήσιμα συμπεράσματα για το παρόν και το μέλλο τους.
Το 1965 ο Αμερικάνος ψυχολόγος – ερευνητής Bruce Tuckman εισήγαγε τη θεωρία του για τα 5 στάδια ανάπτυξης «ομάδων». Το λεγόμενο Tuckman model ή Tuckman ladder αναγνώριζε ουσιαστικά τις ενέργειες που πρέπει να κάνει ένα group ατόμων με τον ίδιο κοινό σκοπό και τον τρόπο που μεταβάλλεται σε βάθος χρόνου η απόδοσή του, μέχρις ότου φθάσει στον επιθυμητό στόχο.
Η θεωρία αυτή βέβαια έχει περισσότερη εφαρμογή στο project management και γενικά σε «ομάδες» ανθρώπων που επιφορτίζονται ένα κοινό έργο με αρχή και τέλος, αλλά προχωρώντας στο κείμενο, θα αντιληφθείτε τελικά ότι υπάρχει κοινό πεδίο και με το χώρο του αθλητισμού… Και αν αναρωτιέστε τι σχέση μπορεί να έχει με το μπάσκετ, η αλήθεια είναι ότι βλέποντας την καμπύλη του Tuckman, δεν μπόρεσα παρά να παρατηρήσω αρκετές ομοιότητες με τον Ολυμπιακό της τελευταίας 4ετίας και όχι μόνο!
Προσπαθώντας να περιγράψω όσο πιο απλά το μοντέλο, με τη βοήθεια και της παραπάνω καμπύλης, εκείνο που πρέπει να γίνει κατανοητό είναι ότι στη δημιουργία κάθε group ατόμων, τα οποία αναλαμβάνουν ένα καθήκον (στην περίπτωσή μας το σχηματισμό μιας ομάδας που θέλει να επανέλθει στην κορυφή, διεκδικώντας κάθε τίτλο), υπάρχει ένας χρονικός ορίζοντας, ένα απαραίτητο διάστημα για να εφαρμοστεί το κάθε ένα από τα 5 στάδια, φθάνοντας σε ένα «τέλος», αν μπορούμε να θεωρήσουμε κάτι τέτοιο την επίτευξη ενός στόχου, δηλαδή την κατάκτηση ενός τίτλου ή και περισσότερων.
Τα 5 στάδια αναγνωρίζονται ως εξής: Το 1ο είναι το forming, εκείνο δηλαδή όπου σχηματίζεται η ομάδα, γίνονται οι απαραίτητες δοκιμές μέχρι να βρεθεί ο προσανατολισμός του group, θα το χαρακτήριζε κανείς ως ένα αναγνωριστικό και πειραματικό στάδιο, μέχρις ότου τα μέλη της ομάδας να γνωρίσουν καλύτερα το ένα το άλλο. Όπως φαίνεται και από το διάγραμμα, κάθε αρχή είναι και δύσκολη και ουσιαστικά το «ξεπέταγμα» και η αύξηση της απόδοσης γίνεται αφότου επιτευχθεί το λεγόμενο storming, δηλαδή καθοριστούν οι ρόλοι και με ποιο τρόπο θα λειτουργήσει η ομάδα, ακόμη και έπειτα από συγκρούσεις. Είναι προφανές ότι στο μπάσκετ, σε μεγάλο αν όχι απόλυτο, βαθμό, ο leader όσον αφορά τον καθορισμό του πλαισίου, είναι ο προπονητής.
Όσο, λοιπόν, η ομάδα «δένει» μεταξύ της και αποκτά την περίφημη χημεία και «αυτοματισμούς», αρχίζει να ανεβαίνει κατακόρυφα η απόδοσή της. Είναι το λεγόμενο στάδιο norming, που όπως λέει και η λέξη, το group αποκτά τις νόρμες, τις συνήθειες του και κάνει το «μπαμ». Για να γίνει αυτό, υπάρχει συμφωνία και αποδοχή όλων των μελών για το ρόλο τους και φυσικά καλή επικοινωνία μεταξύ τους. Το επόμενο στάδιο το 4ο ή αλλιώς performing είναι εκείνο όπου υπάρχει κορύφωση στο performance του group, αφενός γιατί πλέον η καθημερινότητά του και το «δέσιμο» είναι στο υψηλότερο σημείο τους, αφετέρου γιατί υπάρχει προσήλωση στον κοινό στόχο, εμπιστοσύνη και αμοιβαία υποστήριξη. Παρόλα αυτά, το στάδιο του performing έρχεται να δώσει τη σκυτάλη σε εκείνο του adjourning, δηλαδή το στάδιο όπου θα έλεγε κανείς ότι «κλείνει ο κύκλος» μιας ομάδας, αφότου έχουν εκπληρωθεί (ή όχι) οι στόχοι και νέα κίνητρα έρχονται να πάρουν τη θέση των προηγούμενων…
Δύο από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα ομάδων που «ταυτίζονται» σχεδόν με το μοντέλο Tuckman είναι ο Άρης και η Jugoplastika των 80ς και αρχών 90ς. Μπορεί ο «κύκλος» κάθε ομάδας και το κάθε στάδιο να είχε άλλη χρονική διάρκεια και άλλο επίπεδο απόδοσης, αλλά θα συμφωνείτε ότι η καμπύλη ουσιαστικά «καθρεφτίζει» την πορεία των δύο ομάδων, από όταν ξεκίνησαν να «χτίζουν», μέχρι που έφθασαν στο peak της δόξας τους και στη συνέχεια δεν κατάφεραν να επαναλάβουν κάτι αντίστοιχο. Αντίστοιχα παραδείγματα στο σύγχρονο μπάσκετ μπορούμε να βρούμε στους δύο αιωνίους της Ελλάδας και της Ισπανίας σε διαφορετικές στιγμές της ιστορίας τους…
Ο Παναθηναϊκός των 00ς με τον Ομπράντοβιτς κεντρικό πρόσωπο και μια πλειάδα αστέρων και η Ρεάλ των 10ς με τον Λάσο στον πάγκο και μια αφρόκρεμα επίσης παικτών, κατάφεραν να διατηρηθούν ψηλά για μεγάλο διάστημα, αφότου πρώτα πέρασαν από τα πρώτα στάδια του Tuckman μοντέλου. Θυμηθείτε ότι ειδικά η Ρεάλ έπρεπε να ηττηθεί δύο φορές σε τελικούς (ούσα στο στάδιο norming) ως φαβορί προτού επανέλθει στην κορυφή. Αλλά και ο νέος Παναθηναϊκός αφότου μετοίκησε στο ΟΑΚΑ, έφθασε σε ένα Φ4 μεν, βίωσε και ένα δύσκολο αποκλεισμό σε Ρ/Ο από την τότε Caja Laboral δε, προτού επιστρέψει στην κορυφή της Ευρώπης. Σε Ολυμπιακό και Μπαρτσελόνα μπορεί η καμπύλη να είχε μικρότερη διάρκεια, ωστόσο έπιασαν πολύ υψηλά στάνταρ όσον αφορά το team productivity, δηλαδή την κάθετη μπάρα του διαγράμματος.
Μετά από αυτά τα εισαγωγικά και αφού έγινε κατανοητό το μοντέλο, θα έρθουμε να το εφαρμόσουμε στον νέο Ολυμπιακό του Μπαρτζώκα, από όταν επέστρεψε τον Ιανουάριο του 2020, καθώς εμφανίζονται αρκετές ομοιότητες, όσον αφορά αυτή τη θεωρία. Το forming της ομάδας άρχισε να γίνεται την άνοιξη του 2020, μετά το «ξέσπασμα» του κορωνοϊόυ, με τον Μπαρτζώκα να είναι ο leader του χτισίματος, εκείνος που έχει το γενικό πρόσταγμα, με το δίδυμο των Σπανούλη και Σλούκα να είναι «στα χαρτιά» τα δύο σημεία αναφοράς στο παρκέ. Θα λέγαμε ότι το στάδιο storming ήταν η αγωνιστική περίοδος 2020 – 21, με τους ερυθρόλευκους να έχουν αρκετά σκαμπανεβάσματα, να μην υπάρχουν «σταθερές» στο παιχνίδι τους και μέσα ακόμη και από συγκρούσεις, ήταν εμφανές ότι η ομάδα «ψαχνόταν».
Από την περίοδο 2021 – 22 και μετά την απαραίτητη εκκαθάριση του ρόστερ (αποχωρήσεις Τζένκινς, Χάρισον, Έλις) συν την αποχώρηση του Σπανούλη, δημιουργήθηκε ο πυρήνας της ομάδας που για μια διετία θα πέρναγε από τη φάση του norming σε εκείνη του performing τόσο γρήγορα και εκκωφαντικά, που η μη κατάκτηση ενός Ευρωπαϊκού τίτλου ισοδυναμεί με μέγιστη μπασκετική αδικία… Σε αυτά τα δύο στάδια, ο Ολυμπιακός κατάφερε με τα μέσα που διέθετε να παίξει αποτελεσματικό και ελκυστικό μπάσκετ, «βγάζοντας» νέους ηγέτες και MVP (Βεζένκοβ) και απογειώνοντας την καριέρα παικτών όπως οι Γουόκαπ, Φαλ. Ο συνδυασμός αγωνιστικής ποιότητας, mentality και σύμπνοιας αυτού του group, το έφθασε μια ανάσα από την κορυφή της Ευρώπης, για ένα καταραμένο δίλεπτο φαινομενικά, αλλά στην ουσία ίσως επειδή δεν υπήρχε η εμπιστοσύνη από όλα τα μέλη στο 100%...
Το περασμένο καλοκαίρι οι ερυθρόλευκοι δεν κατάφεραν να κρατήσουν τον καλύτερο παίκτη του ρόστερ (Βεζένκοβ), ενώ έμελλε να χάσουν από τον αιώνιο αντίπαλο άλλον ένα κομβικό, σε αγωνιστικό επίπεδο, τον Σλούκα. Προφανώς, η συνταγή της επιτυχίας, όπως επιτάσσει και το μοντέλο Tuckman, θα ήταν η διατήρηση του υπόλοιπου κορμού, για να μη βρεθεί ξανά η ομάδα στο στάδιο forming. Έτσι, λοιπόν, επιλέχθηκαν οι Γκος και Μιλουτίνοβ, με βασικό γνώμονα πέραν από την αγωνιστική τους αξία και καλό χαρακτήρα, το γεγονός ότι είχαν ήδη μια προηγούμενη θητεία με τα ερυθρόλευκα και η προσαρμογή στα «θέλω» του προπονητή θα ήταν πιο εύκολη και άμεση. Οι υπόλοιπες κινήσεις ήταν και αυτές από τη δεξαμενή της Euroleague, χωρίς μέχρι τώρα να έχουν δικαιώσει τις προσδοκίες, αλλά ο χρόνος είναι βασικό συστατικό της επιτυχίας και της επαναφοράς από το στάδιο norming, όπου βρίσκεται τώρα ξανά ο Ολυμπιακός, μέχρι εκείνο του performing.
Το ερώτημα όμως παραμένει. Γιατί οι ερυθρόλευκοι, με εξαίρεση τα πρώτα παιχνίδια έχουν underperforming σε όρους απόδοσης και αποτελεσμάτων; Προφανώς η απάντηση είναι σύνθετη και πρέπει να ληφθούν υπόψιν και εξωγενείς παράγοντες όπως η καταπόνηση των παικτών από τις υποχρεώσεις τους με τις εθνικές ομάδες, οι αρκετοί τραυματισμοί και απουσίες, αλλά και η έλλειψη νέων σημείων αναφοράς, κυρίως στην επίθεση, παρά τη μεγαλύτερη συνεισφορά σε σχέση με πέρυσι των Κάνααν, Πίτερς, αλλά και την ηγετική παρουσία του Μιλουτίνοβ.
Άρα γιατί δεν γίνεται προσπάθεια άμεσης ενίσχυσης ώστε να καλυφθούν τα κενά και να γίνει boost της ομάδας, τόσο σε όρους ενέργειας / βάθους ρόστερ, όσο και σε όρους ενίσχυσης της ποιότητας; Αυτή θα ήταν μια λύση, που μπορεί να «πήγαινε» την ομάδα μισό στάδιο πίσω στο μοντέλο Tuckman (προς τα μέσα του storming), αλλά μακροπρόθεσμα θα έδινε πράγματα. Ωστόσο, μην ξεχνάμε ότι ο Ολυμπιακός, ειδικά αυτός του Μπαρτζώκα, είναι ένας πολύ ιδιαίτερος οργανισμός με μακρύ χρόνο αφομοίωσης για τους νέους παίκτες. Και αν δεν σας κάνει το τελευταίο παράδειγμα του Μπραζντέικις, θυμηθείτε τους Κάνααν και Πίτερς πέρυσι. Γενικά είναι πιο δύσκολο για παίκτες που μπαίνουν στα ενδιάμεσα στάδια της καμπύλης Tuckman να προσαρμοστούν πιο γρήγορα και για αυτό υπάρχει διστακτικότητα.
Αυτό πάντως δεν σημαίνει ότι μια μεταγραφή δεν θα βοηθούσε, καθώς μιλάμε για αθλητισμό, όπου ένα πιθανό ντεφορμάρισμα, η κόπωση από τους συνεχείς αγώνες μπορεί να αλλάξει τα δεδομένα, βαθμολογικά και ψυχολογικά. Για τη ρητορική ότι δεν υπάρχει χρόνος για προπονήσεις, προκειμένου να αφομοιωθεί ένας νέος παίκτης, θα υπάρχει ο αντίλογος ότι το ρόστερ στην παρούσα φάση έχει συγκεκριμένο «ταβάνι» και είναι αμφίβολο αν μπορεί να φθάσει τα περσινά επίπεδα. Δυστυχώς, ο Ολυμπιακός δεν έχει την πολυτέλεια που είχαν οι ομάδες των προηγούμενων παραδειγμάτων, να αντικαθιστούν μεγάλες απώλειες, σκορπώντας άπλετα χρήματα. Ο Παναθηναϊκός των 00ς είχε την άνεση να παίρνει ό,τι καλύτερο κυκλοφορεί, χωρίς να τον «πονάνε» αποχωρήσεις όπως του Γιασκιεβίτσιους, του Λάκοβιτς, του Πέκοβιτς, ακόμη και του Σπανούλη… Η Ρεάλ όταν έχανε τον Ροντρίγκεθ είχε «έτοιμο» τον Καμπάτσο, ενώ έβγαζε και από τις ακαδημίες της τον Ντόντσιτς. Αντίθετα, ο Ολυμπιακός όταν δεν ευοδώθηκαν οι κινήσεις των Τζέιμς ή Μίροτιτς, αναγκάστηκε να στραφεί εσωτερικά προς αντικατάσταση του Βεζένκοβ, όσον αφορά το σκορ.
Τι μέλλει γεννέσθαι όμως; Οι ερυθρόλευκοι έχουν βαθμολογικές απώλειες και δεν δείχνουν να έχουν τα περσινά πατήματα, ενώ μετά από αρκετά χρόνια «βιώνουν στο πετσί» τους ξανά ατυχίες και τραυματισμούς. Η ομάδα κοιτάει την αγορά για μια πιθανή προσθήκη (;), ωστόσο αν το προαπαιτούμενο είναι η εμπειρία Euroleague, τότε αυτή ίσως αργήσει ή δεν γίνει καθόλου. Ο Μπαρτζώκας δείχνει ευχαριστημένος ποσοτικά από το ρόστερ και σηματοδοτεί τις επιστροφές Σίκμα, ΜακΚίσικ ως δύο σημαντικά γεγονότα που μπορεί να επαναφέρουν την καλή απόδοση, μαζί με την αποτελεσματικότητα. Ωστόσο, η εικόνα των τελευταίων αγώνων στην περιφέρεια (επιθετικά) και στη θέση 4 (αμυντικά), ίσως να είναι μάρτυρας ότι χρειάζεται κάτι παραπάνω, είτε αυτό θα σημαίνει κάποιο overperforming των υφιστάμενων παικτών (π.χ. Μπραζντέικις), είτε αυτό θα σημαίνει μια μεταγραφή που όμως θα μπορεί να αποδώσει άμεσα.
Κλείνοντας, για να επανέλθουμε στην κεντρική ιδέα του κειμένου, στην παρούσα φάση ο Ολυμπιακός οπισθοχώρησε ένα στάδιο και βρίσκεται στις αρχές του norming. Με την επιστροφή όλων των παικτών, το βέβαιο είναι ότι θα αρχίσει ξανά να ανεβαίνει η καμπύλη απόδοσής του, αλλά κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί πόσο ψηλά θα πάει και κυρίως πόσο γρήγορα… Αυτή θα είναι άλλη μια πρόκληση για αυτό το σύνολο, που έχει καταφέρει τόσα πολλά που ίσως ελάχιστοι θα περίμεναν πριν μερικά χρόνια. Θα μπορέσει ξανά against all odds να κάνει την ανατροπή; Και αν ναι, πώς θα γίνει κάτι τέτοιο, όταν ο ανταγωνισμός είναι τόσο έντονος και όλες οι ομάδες ενισχύονται; Στη Philadelphia συνήθιζαν να λένε για αρκετά χρόνια trust the process και φαίνεται ότι αυτό είναι και το moto του Ολυμπιακού. Κάθε φορά για να φθάσει στο τέλος της διαδρομής έπρεπε να περάσει από τον πιο δύσβατο δρόμο, να ξεπεράσει όλα τα δυνατά εμπόδια με τον πιο απίστευτο τρόπο. Αν έχει έρθει ξανά αυτή η ώρα θα φανεί σε λίγους μήνες, αν όχι, τότε ίσως η ώρα για ένα νέο forming να είναι προ των πυλών, είτε με νέους είτε και με γνωστούς πρωταγωνιστές!