Έρευνα: Ποιοι rookies προσαρμόζονται ευκολότερα στην Euroleague
Ο «Manolo» εξηγεί με στοιχεία και πίνακες, αν η πρότερη ευρωπαϊκή ή μη εμπειρία, βοηθά τους παίκτες που μπαίνουν στην κορυφαία διασυλλογική διοργάνωση.
H Euroleague έχει φθάσει ήδη περίπου στο 1/3 της κανονικής περιόδου, ένα δείγμα αρκετά αντιπροσωπευτικό για να βγουν μερικά συμπεράσματα για τις ομάδες και τους παίκτες της διοργάνωσης. Η φετινή σεζόν, εκτός των άλλων, χαρακτηρίστηκε από την αθρόα «εισβολή» rookie παικτών σε αρκετές ομάδες, όπως σας είχε παρουσιάσει σε ένα ενδιαφέρον άρθρο, πριν λίγους μήνες, ο Μιχάλης Στεφάνου.
Οργανισμοί όπως η Μπασκόνια, η Μπάγερν, η Μακάμπι αναγκάστηκαν να στραφούν σε επιλογές εκτός Euroleague, είτε γιατί υπήρχε ένδεια (ή overvalue) ποιοτικών παικτών με τα χαρακτηριστικά που ζητούσαν, είτε γιατί προτίμησαν την προοπτική κάποιων εκτός διοργάνωσης. Άλλες επιλογές έχουν δικαιωθεί μέχρι τώρα, ενώ άλλες όχι. Σε αυτό το κείμενο, θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε τις επιδόσεις 20 rookie στις 10 πρώτες αγωνιστικές και να εμβαθύνουμε στο κατά πόσο η πρότερη Ευρωπαϊκή τους εμπειρία ή όχι, έπαιξε ρόλο στην καλύτερη προσαρμογή τους.
Στον παρακάτω πίνακα βλέπετε 20 rookie παίκτες και τα στατιστικά τους, χωρισμένους σε δύο κατηγορίες, ανάλογα με το αν προέρχονται από διοργάνωση εκτός Ευρώπης ή ήρθαν στην Euroleague απευθείας από τις ΗΠΑ ή ακόμη και την Αυστραλία…
Να διευκρινίσουμε ότι προσπαθήσαμε να επιλέξουμε rookies που έχουν αγωνιστεί έστω σε 5 παιχνίδια, με ελάχιστο χρόνο συμμετοχής 10’, άρα έχουν ενεργό ρόλο στο rotation των ομάδων τους, ενώ όλοι αφορούν νέες μεταγραφές και όχι παίκτες (όπως π.χ. οι Κορντινιέ, Ριβέρο) οι οποίοι προϋπήρχαν στα ρόστερ και συνεπώς η προσαρμογή τους στο υψηλότερο επίπεδο, αναμενόμενα, είναι πιο ομαλή.
Ξεκινώντας, λοιπόν, με 10 χαρακτηριστικές περιπτώσεις που μετακόμισαν στην Euroleague από άλλα πρωταθλήματα εκτός Ευρώπης, βλέπουμε ότι high profile παίκτες, όπως οι Οτζελέγιε (νούμερο 37 στο draft του 2017) και Χάουαρντ, με αρκετά παιχνίδια ΝΒΑ στα πόδια τους, έχουν ξεκινήσει καλά, παίρνοντας πάνω από 20’ χρόνο συμμετοχής κατά μ.ο. και με πολύ καλά στατιστικά (16.5 πόντους με 44% στα τρίποντα ο Χάουαρντ σε περίπου 7 προσπάθειες ανά παιχνίδι και 10 πόντους με 82-61-48 ο Οτζελέγιε συν 4.2 ριμπάουντ). Αρκετά ικανοποιητική παρουσία έχουν και οι Χόμες (αυτός πάντως έχει 1 χρόνο στην Ευρώπη στα «πόδια» του, πρόπερσι με την Κρεμόνα), Μπραζντέικις. Κοινό τους χαρακτηριστικό; Ότι πρόκειται για forward με καλά φυσικά / αθλητικά προσόντα, team profile και πολυσύνθετο αγωνιστικό στυλ.
Μια ξεχωριστή κατηγορία είναι τρία high USG% guards, που ήρθαν με καλό βιογραφικό και διαθέτουν το ταλέντο για να λάμψουν στην Euroleague, αλλά ακόμη περνάνε αρκετά σκαμπανεβάσματα. Ο λόγος για τους Χάρπερ, Γουίνστον και Έντουαρντς, οι οποίοι είναι γνωστοί κυρίως για την ικανότητα τους στο σκοράρισμα και προσπαθούν σταδιακά να μπουν στο «πετσί» και ενός άλλου ρόλου, έτσι ώστε να διαβάζουν καλύτερα το παιχνίδι, καθοδηγώντας σε ένα βαθμό τις επιθέσεις των ομάδων τους. Στην περίπτωση των δύο πρώτων, βλέπουμε ένα αρκετά ικανοποιητικό δείκτη ασίστ / λαθών (1.6 ο Χάρπερ και 1.4 ο Γουίνστον), με τον Έντουαρντς μόνο να έχει αρνητικό πρόσημο (με μόλις 1.1 λάθη πάντως), κάτι που μοιάζει λογικό αν αναλογιστούμε το impact του Καλάθη στην περιφέρεια της Φενερμπαχτσέ, όσον αφορά το playmaking.
Αντίθετα τρεις ψηλοί rookie δεν έχουν καταφέρει ακόμη να δώσουν πολλά πράγματα, με εξαίρεση ίσως τον Μπόνγκα της Bayern, με το παιχνίδι με μεγάλη ένταση στην άμυνα. Ο Γερμανός forward είναι ιδιάζουσα περίπτωση, καθώς είναι προϊόν μεν του Γερμανικού μπάσκετ, πέρασε αρκετά χρόνια σε ΝΒΑ και G League δε, πριν επαναπατριστεί. Είδε το ρόλο του να αυξάνεται κυρίως μετά τον τραυματισμό του Χάντερ και η αλήθεια είναι ότι ανταποκρίθηκε σε κάποια παιχνίδια, έχοντας καλές στιγμές, χωρίς πάντως επιθετικά να μπορεί να δώσει το κάτι παραπάνω. Ο έτερος rookie ψηλός των Βαυαρών, ο Γκιλέσπι, ακόμη «ψάχνεται» και παρά το ελκυστικό του «πακέτο» δεν κάνει ακόμη τη διαφορά στη ρακέτα. Προσφέρει αρκετά στα ριμπάουντ (4.9 μ.ο., κορυφαίος εκ των rookie εκτός Ευρώπης), αλλά στην επίθεση σουτάρει με μόλις 37% στις βολές και 46% στα δίποντα, δείχνοντας να έχει προσαρμοστεί λιγότερο από τους υπόλοιπους της σχετικής κατηγορίας στην Ευρωπαϊκή πραγματικότητα…
Κλείνουμε με τον μοναδικό πλέον εκπρόσωπο της NBL Ωκεανίας (ο Άνταμς αποχώρησε νωρίς από τον Ερ. Αστέρα), τον Τζάρελ Μάρτιν. Παρόλο που αρχικά έδειξε «κουμπωμένος», μη βρίσκοντας αρκετό χρόνο και κατάλληλο ρόλο στο rotation της Μακάμπι (αγωνιζόμενος μάλιστα σε 3 θέσεις από 3 μέχρι 5), στα τελευταία παιχνίδια έχει «πάρει τα πάνω» του και μάλιστα ήταν καθοριστικός στη νίκη επί του Ολυμπιακού με 13 π. Χωρίς να έχει εντυπωσιακά νούμερα, είναι αρκετά αποτελεσματικός στα 15’ που αγωνίζεται κατά μ.ο. με +8 Net rating. Προσπαθεί να είναι … star στο ρόλο του και αυτή είναι άλλη μια σημαντική παράμετρος για την ομαλή προσαρμογή ενός παίκτη, να μπορεί να αποδεχθεί ένα συγκεκριμένο ρόλο, είτε στην άμυνα, είτε στην επίθεση και να είναι αποδοτικός σε αυτόν, βοηθώντας έτσι στη χημεία της ομάδας.
Σε γενικές γραμμές, λοιπόν, από αυτούς τους 10 παίκτες, θα λέγαμε ότι οι δύο είναι ξεκάθαρα πολύ σημαντικοί για τις ομάδες τους (Χάουαρντ, Οτζελέγιε), τέσσερις προσφέρουν σε ικανοποιητικό βαθμό και είναι σε διαδικασία να αποτελέσουν ακόμη πιο πολύτιμα γρανάζια στο μέλλον (Χόμες, Γουίνστον, Μπραζντέικις και Χάρπερ), ενώ τρεις εξ αυτών προσπαθούν να αποδεχθούν ένα διαφορετικό ρόλο από ό,τι είχαν στο παρελθόν και δείχνουν αρκετά καλή προσαρμοστικότητα (Μπόνγκα, Μάρτιν, Έντουαρντς) στο νέο τους περιβάλλον, έστω και αν δεν μεταφράζεται τόσο στα στατιστικά τους μέχρι τώρα. Ουσιαστικά μόνο ο Γκιλέσπι είναι εκείνος που φαίνεται να χρειάζεται περισσότερο χρόνο, σε σχέση με τους υπόλοιπους, για να δείξει την ποιότητά του. Η εργατικότητα, σίγουρα, είναι άλλος ένας παράγοντας για να μπορέσει να προσαρμοστεί ένας παίκτης στο υψηλότερο επίπεδο, δηλαδή να δουλέψει πάνω στις αδυναμίες του και να γίνει καλύτερος, ακόμη και σε θέμα τακτικής / πνευματικής ετοιμότητας.
Η δεύτερη κατηγορία του πίνακα απαρτίζεται από παίκτες, οι οποίοι έχουν τουλάχιστον ένα χρόνο εμπειρίας στην Ευρώπη και άρα είναι πιο familiar με πρόσωπα και καταστάσεις του μπάσκετ της Γ. Ηπείρου. Προφανώς, οι μεγάλες αποκαλύψεις είναι το πρώην δίδυμο της Λοκομοτίβ Κουμπάν, οι Ντάριους Τόμπσον και Τζόναθαν Μότλει που βάζουν υποψηφιότητα ακόμη και για rookie της χρονιάς! Ο μεν πρώτος, παρά την παρουσία πλέον και του Χένρι, παραμένει ο πλέον επιδραστικός guard της Μπασκόνια, όχι μόνο προσδίδοντας playmaking / αθλητικότητα / slashing, αλλά απειλώντας πλέον σταθερά και από μακρινή απόσταση. 12.2 πόντοι, 1.9 κλεψίματα και 5.7 ασίστ για 2.6 λάθη μ.ο. είναι μερικά μόνο από τα στατιστικά πεπραγμένα του, αν και η συνεισφορά του είναι ακόμη μεγαλύτερη. Το ίδιο ισχύει και για τον Μότλει, ο οποίος έχει εξελιχθεί στον άνθρωπο – ορχήστρα στη front line της Φενερμπαχτσέ, τόσο σε άμυνα, όσο και σε επίθεση. Δεν είναι πολλές οι περιπτώσεις παικτών, ακόμη και από το επίπεδο της Euroleague, να έχουν τέτοια επιρροή άμεσα σε μια ομάδα, όπως η τουρκική. Οι 13.8 πόντοι ανά αγώνα με 69.1% στα δίποντα και τα 5.3 ριμπάουντ μ.ο. είναι αδιάψευστος μάρτυρας…
Λίγο πιο πίσω σε impact και απόδοση είναι η τριπλέτα Κότσαρ, Κόλσον και Μάθιους. Ο Εσθονός σέντερ είναι η κύρια επιθετική απειλή της Μπασκόνια κοντά στο καλάθι και έχει πολύ καλή συνεργασία με τον Τόμπσον σε καταστάσεις p’n’r. Συμπληρώνεται ιδανικά με τον Κοστέλο και εφόσον καταφέρει να σταθεροποιήσει την ευστοχία του από τη γραμμή του φάουλ και αποφύγει το foul trouble, τον περιμένουμε ακόμη καλύτερο στο μέλλον. Ο Κόλσον ξεκίνησε πολύ δυνατά, αλλά τελευταία φαίνεται «μπλεγμένος» στα σχήματα του Κάτας, ακροβατώντας κάπου μεταξύ της θέσης 3 και 4. Παρόλα αυτά, σκοράρει αρκετά (περίπου 9 πόντους μ.ο.) και κυρίως με καλό ποσοστό στα τρίποντα (41.9%), προσφέροντας παράλληλα στα ριμπάουντ (3.9 μ.ο.). Όσον αφορά τον Μάθιους, η προσαρμογή του είναι εντυπωσιακή, παρά το underperforming της Βιλερμπάν, αν αναλογιστούμε το background του (δύο χρόνια Ευρώπη σε Σουηδία και Πολωνία, χωρίς να έχει αγωνιστεί καν στο επίπεδο FIBA Europe Cup). Τα σωματικά του προσόντα και η ικανότητα στο σουτ μετά από τρίπλα είναι ένας συνδυασμός που τον βοηθάει να «βγει στον αφρό» στο απαιτητικό περιβάλλον της Euroleague.
Δεν θα λέγαμε το ίδιο και για τον άλλο rookie της Γαλλικής ομάδας, Jackson-Cartwright, ο οποίος παρά το γεγονός ότι πέρυσι στη Βόννη ήταν ο go-to-guy και ο καλύτερος παίκτης της Γερμανικής λίγκας, δείχνει σημάδια tunnel vision στο υψηλό επίπεδο και «αγκομαχάει» ακόμη, ενώ ο τραυματισμός του το καλοκαίρι δεν μπορεί να αποτελέσει τη μόνη δικαιολογία. Στο παιχνίδι με τη Μονακό έδειχνε να ανακάμπτει λίγο, αλλά πέρα από τα physical limitations του, δεν τον βοηθάει και η στελέχωση της περιφέρειας της Βιλερμπάν (άλλος ένας σημαντικός παράγοντας προσαρμογής). Τα πράγματα είναι καλύτερα για τον Τέιλορ της Εφές και αυτός με συγκεκριμένο ρόλο (όπως ο Μάρτιν), που δείχνει να ξέρει τι πρέπει να κάνει και δεν καταφεύγει σε hero ball ή κακές επιλογές. Από scorer και leading guard της Μούρθια, σε facilitator στην πρωταθλήτρια Ευρώπης, είναι ένα βήμα που θέλει μεγάλη προσαρμοστικότητα για να στεφθεί από επιτυχία…
Όσον αφορά τον Προτσίντα της Άλμπα, είναι διπλά ιδιάζουσα περίπτωση, αφενός γιατί έχουμε να κάνουμε με έναν οργανισμό με σαφείς αρχές και μπασκετική κατεύθυνση, ο οποίος ξέρει πως να αξιοποιεί κάθε παίκτη, ανάλογα με το στυλ που πρεσβεύει η ομάδα, αφετέρου γιατί ο Ιταλός wing είναι προϊόν του Ευρωπαϊκού μπάσκετ και έχει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα σε σχέση με Αμερικάνους rookie. Τα νούμερα του είναι καλά και παρόλο που δεν έχει ίδια αγωνιστική ταυτότητα με τον Έρικσον, δεν έχει αφήσει να φανεί ιδιαίτερα το κενό του. Αντίθετα, ο Μπλόσομγκειμ μέχρι τώρα δεν έχει καταφέρει να βρει ρόλο στη Μονακό, έχοντας τους Ντιαλό και Μπράουν μπροστά του, με τον ίδιο με καθαρά off ball χαρακτήρα (μηδέν ασίστ) και χωρίς χώρο και μπάλες για να δράσει. Ο τραυματισμός του Μπράουν θα του δώσει μια ευκαιρία να πάρει παραπάνω χρόνο, αλλά δύσκολα θα έχει ίδια επιρροή. Είναι και αυτός από τους rookie – απογοητεύσεις μέχρι τώρα…
Τέλος, ο Αλεξάντερ δείχνει να αποδίδει στο ρόλο του, σε ένα loaded front court (Ντούμπλιεβιτς, Ριβέρο, Πραντίγια) και να προσφέρει στα λεπτά που αγωνίζεται. Ο συνδυασμός αθλητικότητας – μεγέθους είναι καλός σύμμαχος και όσο αποκτά εμπειρία, τόσο θα βελτιώνεται, με την προοπτική να εξελιχθεί σε ένα σύγχρονο mobile center, που θα μπορεί να απειλεί και από την περιφέρεια, αυτό είναι το δικό του στοίχημα.
Συμπερασματικά, από την προηγούμενη ανάλυση, δεν προκύπτει για τη φετινή σεζόν κάποιο pattern, που ξεκάθαρα να δείχνει ότι οι παίκτες με Ευρωπαϊκή προϋπηρεσία αποδίδουν καλύτερα. Για τα παραδείγματα των Τόμπσον και Μότλει, υπάρχουν τα αντίστοιχα των Χάουαρντ και Οτζελέγιε. Προφανώς, όσοι έχουν ήδη τριβή σε άλλη Ευρωπαϊκή ομάδα, ξεκινάνε από μια καλύτερη αφετηρία, όπως έχει δείξει και το παρελθόν στη διοργάνωση, αλλά τελικά είναι και άλλα στοιχεία, εκτός από την ποιότητα και το ατομικό ταλέντο του κάθε παίκτη, τα οποία είναι καθοριστικά για την προσαρμογή του.
Αν θα μπορούσαμε να συμπυκνώσουμε σε έναν πεντάλογο ποια είναι τα απαραίτητα συστατικά για την άμεση και επιτυχημένη προσαρμογή των rookies θα ήταν τα εξής:
- Μπασκετικό IQ
- Εργατικότητα / χαρακτήρας (ομαδικότητα)
- Δυνατότητα αποδοχής συγκεκριμένου ρόλου
- Φυσικά / αθλητικά προσόντα
- Πολυσύνθετο αγωνιστικό προφίλ
Αν ανατρέξετε στον πίνακα, θα διαπιστώσετε ότι οι παίκτες που έχουν προσαρμοστεί ήδη τη φετινή σεζόν, διαθέτουν, αν όχι όλα, τα περισσότερα από τα ανωτέρω χαρακτηριστικά. Όπως επίσης μεγάλη σημασία για την προσαρμογή κάθε παίκτη έχει και η ομάδα από την οποία μεταπηδά. Όπως παλιότερα ο Ολυμπιακός με την αγωνιστική του φιλοσοφία, τροφοδοτούσε άλλες ομάδες με αθλητικούς ψηλούς, υπάρχουν οργανισμοί εκτός Euroleague, που "φτιάχνουν" παίκτες για αυτό το επίπεδο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Λούντβιγκσμπουργκ, η οποία είναι "σχολείο" για πολυσύνθετα 2-way guard. Φαντάζομαι ότι τα ονόματα των Τόμας Γουκαπ, Νικ Γουέιλερ-Μπαμπ και Τζαλίν Σμιθ σας είναι γνωστά. Προφανώς, από το κάδρο δεν μπορεί να βγει και η ίδια η ομάδα του παίκτη, ως οργανισμός με ικανότητα να απορροφήσει τέτοια παιδιά, περιβάλλοντας τα με εμπιστοσύνη και δίνοντας τους χώρο και χρόνο. Δεν υπάρχει πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα από την Μπασκόνια, με 4/4 φέτος συν τον Πεναρόγια στην άκρη του πάγκου! Και δεν πρέπει να παραβλέπουμε, πόσο δύσκολο είναι, σε ομάδες με υψηλά επίπεδα χημείας ήδη, να προσαρμοστούν νέοι παίκτες, ακόμη και από το επίπεδο της Euroleague. Το φετινό παράδειγμα του Ολυμπιακού, αλλά και τα παλιότερα του Παναθηναϊκού του Ομπράντοβιτς και της ΤΣΣΚΑ του Ιτούδη, είναι case studies… Ωστόσο, αυτή δεν είναι μια συζήτηση για αυτό το κείμενο, αλλά πιθανόν να μας απασχολήσει στο απώτερο μέλλον, ανάλογα και με τις όποιες εξελίξεις.