Το αίσθημα του ανικανοποίητου
Ο Μιχάλης Στεφάνου γράφει για την πορεία της Εθνικής Ανδρών, που ξεκίνησε από το Προολυμπιακό τουρνουά του ΣΕΦ και ολοκληρώθηκε στα προημιτελικά του Ολυμπιακού τουρνουά του Παρισιού.
Έπειτα από μία διαδικασία που κράτησε σχεδόν ένα δίμηνο και περιλάμβανε δύο προετοιμασίες και δύο τουρνουά (Προολυμπιακό και Ολυμπιακό), η Εθνική ομάδα ολοκλήρωσε την προσπάθεια της στον πρώτο προημιτελικό του Παρισιού, χάνοντας δύσκολα, αλλά δίκαια από την παγκόσμια πρωταθλήτρια Γερμανία.
Με τα πλεονεκτήματα και τις αδυναμίες του, το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα παρουσίασε όλο αυτό το διάστημα ένα σύνολο ενωμένο, συμπαγές και μαχητικό, που εξέπεμπε κάτι υγιές και ζέσταινε τις καρδιές των φιλάθλων. Με τον Βασίλη Σπανούλη να εξασφαλίζει τη σύμπνοια και να παίρνει το μάξιμουμ από το υλικό που είχε στα χέρια του και τους διεθνείς να απολαμβάνουν την κάθε τους στιγμή σ΄ αυτό το μακρύ ταξίδι, η αίσθηση που μένει στον ουρανίσκο είναι μετά από πολλά χρόνια γλυκιά.
Όσοι ήταν εκεί, από τον ταπεινό σούπερ σταρ Γιάννη Αντετοκούνμπο μέχρι το τελευταίο μέλος του σταφ, αξίζουν το σεβασμό και τα συγχαρητήριά μας γιατί εκπροσώπησαν τη χώρα αξιοπρεπώς και με την εικόνα τους την επανατοποθέτησαν ανάμεσα στις δυνατές του μπασκετικού στερεώματος. Δεν την ξαναέφτασαν στην ελίτ, ούτε είναι βέβαιο ότι θα το πετύχουν στο άμεσο μέλλον, αλλά σε κάθε περίπτωση όρθωσαν και πάλι ανάστημα. Έγιναν υπολογίσιμοι, έγιναν διεκδικητές, έγιναν λόγος για να πάρει ένα παιδάκι την μπάλα του και να πάει το απόγευμα με τους φίλους του να παίξουν μερικά μονά.
Όποιος, με τις υπάρχουσες συνθήκες και τη συγκεκριμένη στελέχωση, ζητούσε κάτι περισσότερο απ’ αυτό, μάλλον δεν έχει ιδέα πώς λειτουργεί ο αθλητισμός και πόσο βαθιές είναι οι ρίζες της επιτυχίας μιας εθνικής ανδρών. Οι χθεσινοί μας αντίπαλοί δεν κυριαρχούν τυχαία τη δεδομένη στιγμή παγκοσμίως, αλλά δρέπουν τους καρπούς ενός πολύ σοβαρού και συντονισμένου προγράμματος, του “Project 2020”, το οποίο εφαρμόστηκε από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, τόσο με συγκεκριμένες οδηγίες στις τοπικές λίγκες όλων των ηλικιών, όσο και με την παρουσία δεκάδων παιδιών στο NCAA. Δεν είχε άμεσα αποτελέσματα, όμως, όποιος αμφισβητεί την επιτυχία του ας κοιτάξει -πέρα από τα κατορθώματα των μεγάλων- ποια χώρα κέρδισε προχθές το χρυσό στο Εurobasket U18.
Φυσικά, η κάθε Εθνική ομάδα που συμμετέχει σ’ ένα τεράστιο ραντεβού, όπως οι Ολυμπιακοί Αγώνες, δεν είναι δυνατόν να λύνει παθογένειες χρόνων, ούτε να μπαίνει στην όποια κουβέντα περί αγωνιστικής ταυτότητας και μπασκετικής κουλτούρας. Είναι η κορυφή της πυραμίδας, χρειάζεται τους καλύτερους διαθέσιμους παίκτες της, έτοιμους και ορεξάτους. Αν υστερούν σε επιθετική ποιότητα, θα πορευτεί με την άμυνα, αν δεν έχει ψηλούς θα πρέπει να παίξει small ball, δεν μπορεί να κάνει κάτι άλλο. Καμία ομάδα δεν είναι τέλεια, άλλωστε. Η Γερμανία βρίσκεται εκεί που βρίσκεται, παρότι δεν διαθέτει δεύτερο play maker πίσω από τον Σρέντερ, η Γαλλία που προκρίθηκε στους “4”, έχει τον Αλμπισί κι από πίσω τους Ντε Κολό, Στράζελ που δεν παίζουν. Καθένας με τα όπλα του…
Εκείνο που έχει τεράστια σημασία, είναι όταν τελειώνει μια διαδικασία να έχουν μείνει κάποιες πέτρες όρθιες, ώστε να βάλεις επάνω τους -και όχι στο έδαφος- τις επόμενες. Ο αποκλεισμός μπορεί να μας στενοχωρεί ή και να μας προβληματίζει, αλλά δεν μας ξενερώνει. Η επόμενη μέρα παραμένει δύσκολη, όμως, δεν απαιτεί γκρέμισμα και επαναπροσέγγιση, ζητάει σταθερότητα, επιμονή και φυσικά βελτίωση.
Η υγιής δυσαρέσκεια είναι προάγγελος της προόδου, είχε πει ο Μαχάτμα Γκάντι και θα είναι ευχής έργον αν πέρα από το αίσθημα της υπερηφάνειας που όλη την ώρα επικαλούμαστε, μας κυριεύσει κι εκείνο του ανικανοποίητου. Θα είναι πολύ χρήσιμο αν την Εθνική ομάδα αγκαλιάσουν φωνές με φρέσκες ιδέες, πρωτοβουλίες κι επισημάνσεις σε πράγματα που μπορούν να διορθωθούν, αντί για διαρκείς, κουραστικές και εντελώς άχρηστες κολακείες, εμπλουτισμένες με εθνικιστικές κορώνες.
Χρέος του Βασίλη Σπανούλη είναι να κρατήσει τους πάντες σε επαγρύπνηση. Να μην πέσει στην παγίδα των προκατόχων του που τους ένοιαζε πρώτα η προσωπική τους προστασία και μετά η ουσία. Ως παίκτης, έγινε μύθος, ακριβώς επειδή δεν ήταν ποτέ απόλυτα ευχαριστημένος, επειδή δεν ένιωσε ούτε μια μέρα τόσο καλός ώστε να μην χρειαστεί να δουλέψει. Αν περάσει αυτό το ανήσυχο πνεύμα που χαρακτηρίζει τους νικητές, σε κάθε κύτταρο που συνδέεται με το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα, θα έρθουν ακόμα καλύτερες μέρες.
Από ‘κει και πέρα, θα πρέπει να μας απασχολήσει σε βάθος το ίδιο το άθλημα και η εξέλιξή του. Είναι κρίσιμο να παραδεχτούμε ότι στερούμαστε αγνού επιθετικού ταλέντου και να σκεφτούμε σοβαρά πώς θα βλέπουμε την μπάλα να μπαίνει πιο συχνά στο καλάθι. Δεν γίνεται σε αυτή τη χώρα να χάνουμε 70-65 και να αναλύουμε αμυντικά λάθη. Δεν γίνεται να υπάρχει τόσο αρρωστημένη πίεση για το αποτέλεσμα και μετά να αναρωτιόμαστε γιατί οι προπονητές δεν βάζουν τους νεαρούς να παίξουν. Δεν γίνεται να μένουμε στο “έξι Ελληνες στην 12άδα”, χωρίς να μας ενδιαφέρει αν παίζουν, αν έχουν ρόλο κι αν δίπλα τους βρίσκονται ξένοι που βοηθούν την εξέλιξη του παιχνιδιού τους ή έξι Αμερικανοί που ενδιαφέρονται να γράψουν νούμερα για να πάρουν μεταγραφή.
Γενικότερα, είναι απαραίτητο να εκσυγχρονιστούμε στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε το μπάσκετ, το σχολιάζουμε, το μεταδίδουμε, μεταφέρουμε την εικόνα του. Ν’ αφήσουμε στην άκρη την συντηρητική υπερσοβαρότητα που σε πολλούς τομείς μας διακρίνει και να κάνουμε μια πολυεπίπεδη στροφή στο θέαμα. Με τολμηρές αποφάσεις κι όχι αναχρονιστικές αγκυλώσεις τύπου “με ελληνοποιήσεις δεν πάμε μπροστά”. Με ενθάρρυνση των επενδύσεων και ανάληψη κι άλλων μεγάλων διοργανώσεων. Με ποιοτική αναβάθμιση στις εγχώριες λίγκες όλων των κατηγοριών, ακόμα κι αν δεν προέρχεται εξ ολοκλήρου από το… περιβόητο ελληνικό DNA.
Το 1995 η εθνική εφήβων ανέβαινε στο πρώτο σκαλί του παγκόσμιου βάθρου και τα μέλη της τραγουδούσαν ειρωνικά και υποτιμητικά “πού είναι οι Γιούγκοι;”, χωρίς να αντιλαμβάνονται φυσικά ότι η εισροή παικτών και προπονητών από την σπουδαία σχολή της πολύπαθης Γιουγκοσλαβίας μας είχε κάνει κι εμάς καλύτερους. Τότε, η γενική πεποίθηση ήταν ότι τα παιδιά του πολέμου “έτρωγαν” τις θέσεις από τα δικά μας, ενώ στην πραγματικότητα ανέβαζαν τον πήχη και τους έδιναν κίνητρα να προσπαθούν περισσότερο. Χάρη ΚΑΙ σε εκείνους ακολούθησαν εξαιρετικές φουρνιές και τεράστιες επιτυχίες για πάνω μια δεκαετία.
Το πού βρεθήκαμε μετά, το ξέρουμε όλοι…
Αυτή τη στιγμή στεκόμαστε μπροστά σε μια ακόμα καλή ευκαιρία. Με επικεφαλής, έναν προπονητή που πέρα από γνώσεις, έχει να δώσει αφοσίωση και σωστή νοοτροπία, με ενεργό ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα του παγκόσμιου μπάσκετ, αλλά και μ’ ένα προϊόν που συγκεντρώνοντας πάνω του όλο και περισσότερους προβολείς, γίνεται ξανά πόλος έλξης για τη νέα γενιά. Θα είναι κρίμα να μην την εκμεταλλευτούμε…